Αυτό που έχω καταλάβει από τους φίλους και πελάτες του γραφείου μου είναι ότι υπάρχει μία παρανόηση σχετικά με τον λόγο που ασφαλίζουν το όχημά τους. Αυτό που παρατηρώ είναι ότι συγχέουν την εμπορική αξία του αυτοκινήτου τους με το ύψος του ασφαλίστρου. Τυχαίνει και οχήματα με χαμηλή αξία πληρώνουν τα ίδια με ένα κατά πολύ ακριβότερο. Γιατί συμβαίνει αυτό;
Ας δούμε τις δύο ασφαλιστικές καλύψεις για τις οποίες είμαστε υποχρεωμένοι από το νόμο να πληρούμε.
Αστική ευθύνη για σωματικές βλάβες:
Μας καλύπτει για τις σωματικές βλάβες που θα προξενήσουμε με το όχημά μας μέχρι του ποσού του 1.000.000 € ανά θύμα.
Αστική ευθύνη για υλικές ζημίες:
Μας καλύπτει για τις ζημιές που θα προξενήσουμε σε τρίτους με το όχημά μας μέχρι του ποσού του 1.000.000 € ανά ατύχημα.
Όπως βλέπουμε δεν καλυπτόμαστε για την αξία του δικού μας αυτοκινήτου, αλλά για τις ζημιές που θα προξενήσουμε αν προκαλέσουμε ατύχημα με αυτό. Αντιλαμβανόμαστε οπότε γιατί δεν έχει σημασία η εμπορική αξία του οχήματος και γιατί οι περισσότερες εταιρίες λαμβάνουν υπ’ όψιν τους άλλα στοιχεία για την τιμολόγηση του ασφαλίστρου όπως κυβικά, είδος χρήσης κλπ.
Επίσης το κεφάλαιο που μας καλύπτει η εταιρία είναι ένα ποσό το οποίο οι περισσότεροι από εμάς, αν όχι όλοι, θα αδυνατούσαμε να καταβάλουμε αν συνέβαινε κάποιο τόσο σοβαρό ατύχημα. Οπότε είναι αναγκαίο να είμαστε ασφαλισμένοι σε μια φερέγγυα εταιρία η οποία να έχει τα διαθέσιμα ανά πάσα στιγμή να μας καλύψει.
Με την λύση ενός φθηνού συμβολαίου ναι μεν είμαστε «τυπικοί» απέναντι στο νόμο και δεν θα έχουμε πρόβλημα σε κάποιον έλεγχο της τροχαίας, όμως ανά πάσα στιγμή είμαστε εκτεθειμένοι σε εξαιρετικά μεγάλο κίνδυνο που μπορεί να προκύψει από μία αφερέγγυα, αβέβαιης προέλευσης και κυρίως άγνωστης οικονομικής κατάστασης εταιρία. Είναι πρόσφατα τα παραδείγματα ασφαλιστικών εταιριών, μέσα στην πενταετία, οι οποίες σταμάτησαν την λειτουργία τους αφήνοντας ακάλυπτους τους ασφαλισμένους τους, μπλεγμένους στην γραφειοκρατία των ελληνικών δικαστηρίων.
Κατόπιν έρευνάς μου, η οικονομική επιβάρυνση του ασφαλιστηρίου συμβολαίου από μία μεγάλη, γνωστή και αξιόπιστη εταιρία, σε σχέση με μία λιγότερο αξιόπιστη εταιρία κυμαίνεται από 5 – 10 %. Επίσης με την καινούρια νομοθεσία SOLVENCY 2 οι μικρές, φθηνές εταιρίες έχουν μπει στο στόχαστρο των οικονομικών ελεγκτών και σε αυτές που δεν αυτές που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις, έχει τοποθετηθεί ήδη εκκαθαριστής ώστε να γίνει ελεγχόμενη έξοδος από την αγορά, το λεγόμενο “run out”.
Προφανώς δεν αξίζει το ρίσκο ούτε και η ταλαιπωρία.
Για οποιαδήποτε απορία σας είμαστε στην διάθεσή σας.
Νικόλαος Λαδάς
Ασφαλιστικός σύμβουλος
Οικονομολόγος Πανεπιστημίου Πατρών