Το όνομά του είναι συνυφασμένο με την ίδια τη φύση της Formula 1…και πως θα μπορούσε να μην είναι άλλωστε;
Εδώ και 5 δεκαετίες, ο Bernie Ecclestone διαφεντεύει τις τύχες της κορωνίδας του μηχανοκίνητου αθλητισμού, ”κόβοντας και ράβοντας” το ”κοστούμι” του sport.
Πόσοι γνωρίζουν όμως ότι ο κραταιός διοικητικός παράγων δοκίμασε κάποτε να βιώσει ένα Grand Prix από τη θέση του αγωνιζόμενου;
Λίγοι έως ελάχιστοι…και κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, όχι άδικα.
Στις αρχές των ’50s όμως, ο πολυμήχανος νεαρός Bernard Charles Ecclestone δήλωνε πέρα από πωλητής μοτοσυκλετών και οδηγός αγώνων.
Το ”μικρόβιο” της ταχύτητας ασκήθηκε αρχικά στους 2 τροχούς, σύντομα όμως μετέβη στους 4, συμμετέχοντας σε αγώνες μονοθεσίων με κινητήρες 500cc – σε ένα θεσμό προπομπό της Formula 3.
Ο φέρελπις Βρετανός αποτελούσε σύντομα μια γνώριμη φιγούρα στις πίστες της Γηραιάς Αλβιώνας, ιδιαίτερα στο Brands Hatch, circuit που βρισκόταν πολύ κοντά στο κέντρο των επιχειρηματικών του δραστηριοτήτων.
Στο τιμόνι του ”ταπεινού” Cooper Mk V είχε σποραδικές αξιόλογες εμφανίσεις, ένα ατύχημα όμως στο Brands Hatch το 1953 τον απομάκρυνε σταδιακά από τους αγώνες – οι εμφανίσεις ήταν πλέον περιστασιακές, μέχρι να αποσυρθεί εντελώς το 1956.
Το αγωνιστικό δαιμόνιο βέβαια δεν εξέλειψε, θα συνδυαζόταν όμως με το επιχειρηματικό, ώστε να αποφέρει τη λέξη που αναδείχθηκε σε σκοπό της ζωής του: το κέρδος.
Το 1957 ήρθε σε επαφή με τον ταλαντούχο συμπατριώτη του Stuart Lewis-Evans, έναν παλιό συναθλητή του στις μικρές κατηγορίες και οδηγό της Connaught στη Formula 1 εκείνη τη σεζόν και ανέλαβε την εκπροσώπησή του.
Παράλληλα, εκμεταλλευόμενος τη δυσχερή οικονομική κατάσταση της Connaught, αγόρασε σε χαμηλό αντίτιμο 2 μονοθέσιά της και δήλωσε το παρόν σαν ιδιωτική συμμετοχή στο μη πρωταθληματικό αγώνα της Νέας Ζηλανδίας στις αρχές του 1958.
Ο Lewis-Evans και ο έτερος οδηγός της Connaught, Roy Salvadori βρέθηκαν στα 2 cockpit, τα αποτελέσματα όμως ήταν πενιχρά και έτσι ο στόχος του Ecclestone να μεταπωλήσει τα μονοθέσια μετά τον αγώνα απέβη άκαρπος.
Ο στόχος της μεταπώλησης – ή καλύτερα, ”ξεφορτώματος” – των 2 ξεπερασμένων μονοθεσίων οδήγησε τον Ecclestone στο να τα κατεβάσει σε διάφορους, πρωταθληματικούς και μη, αγώνες.
Στο Monaco το 1958 όμως, εμφανώς δυσαρεστημένος από το μηδαμινό ενδιαφέρον για την εξαγορά τους, αποφάσισε να διαπιστώσει ιδίοις όμμασι τι ακριβώς συνέβαινε.
Έτσι βρέθηκε στο τιμόνι του ενός μονοθεσίου, δηλώνοντας εαυτόν σαν οδηγό.
Ακριβολογώντας, μπορούμε να πούμε ότι επιχείρησε ανεπιτυχώς να προκριθεί στον αγώνα.
Με βάση όμως το χρόνο που σημείωσε, μάλλον έκανε μια…ήσυχη απογευματινή βόλτα στους δρόμους του Πριγκιπάτου.
Δήλωσε συμμετοχή σαν εφεδρικός οδηγός και στον εντός έδρας αγώνα του Silverstone, αλλά εδώ η…βόλτα μάλλον κρίθηκε αχρείαστη και δεν πραγματοποιήθηκε.
Έτσι λοιπόν, το κεφάλαιο ”οδηγός αγώνων” έκλεισε οριστικά και αμετάκλητα.
Στο τέλος του 1958 φάνηκε να κλείνει οριστικά η οποιαδήποτε ενασχόληση του Ecclestone με τους αγώνες.
Αιτία για την αποχώρηση από τα paddocks ήταν ο θάνατος του πελάτη και φίλου του, Stuart Lewis-Evans.
Λίγα χρόνια αργότερα βέβαια, συνδέθηκε φιλικά με μεσολαβητή τον Salvadori με τον ιδιαίτερα ταλαντούχο Jochen Rindt, αναλαμβάνοντας για άλλη μια φορά καθήκοντα manager.
Κι αν και για δεύτερη φορά είδε να πεθαίνει ένας φίλος του (στις κατατακτήριες της Monza το 1970), αυτή τη φορά δεν κοίταξε πίσω: το 1972 αγόρασε τη Brabham και φρόντισε έκτοτε να συνδέσει το όνομά του ανεξίτηλα με την πορεία που έλαβε η Formula 1.